- κρεατί
- το телесный цвет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρεατής — ιά, ί 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρέατος 2. το ουδ. ως ουσ. το κρεατί το χρώμα τού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρώμα ής (πρβλ. θαλασσ ής, κανελ ής)] … Dictionary of Greek
ορτανσία — Κοινή ονομασία πολλών ειδών και ποικιλιών, που ανήκουν στο γένος υδράνζεα ή υδραγγείο της οικογένειας των Σαξιφραγιδών (δικοτυλήδονα) και κατάγονται από την κεντρική Ασία και την Αμερική. Το γνωστότερο είδος, που καλλιεργείται ευρύτατα στους… … Dictionary of Greek